σουηδικός

σουηδικός
-ή, -ό, Ν [Σουηδία / Σουηδός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σουηδία ή στους Σουηδούς
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σουηδικά
η σουηδική γλώσσα
3. φρ. α) «σουηδική γλώσσα»
γλωσσ. η εθνική γλώσσα τής Σουηδίας και μία από τις δύο, μαζί με τη φιλλανδική, γλώσσες τής Φιλλανδίας, γλώσσα η οποία ανήκει στην ανατολικο-σκανδιναβική ομάδα τών βορειογερμανικών γλωσσών
β) «σουηδική γυμναστική» — είδος γυμναστικής που αποβλέπει στην εκγύμναση τού ανθρώπινου σώματος στο σύνολό του με τον συνδυασμό ελεύθερων, δηλαδή χωρίς όργανα, και ενόργανων ασκήσεων και η οποία επινοήθηκε από τον Σουηδό Π. Ε. Λινγκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • σουηδέζικος — η, ο, Ν [Σουηδέζος] σουηδικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”